εθνάριο

εθνάριο
το
μικρό, ασήμαντο έθνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αναστ. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”